χρυσόγεως
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόγεως: -ων, (γῆ) ὁ ἔχων χρυσῆν γῆν, τὸ χρυσόγεων, γῆ ἔχουσα μεταλλεῖα χρυσοῦ, Φιλόστρ. 229· - χρῡσόγειος, ον, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ων, Α
βλ. χρυσόγειος.