χωριατόπουλο
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
το, θηλ. χωριατοπούλα, Ν
χωριατόπαιδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + -πουλο].
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
το, θηλ. χωριατοπούλα, Ν
χωριατόπαιδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + -πουλο].