χωριάτης
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν
κάτοικος χωριού, χωρικός
νεοελλ.
1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος
2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ' αφήνει» — δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα
β) «χωριάτης άγιος κι αν γενεί, να μην τον προσκυνήσεις» και «χωριάτης εγεννήθηκε, ματσούκα πελεκιέται» — λέγεται για όσους εκ φύσεως είναι ανάξιοι κάθε εκτίμησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίον / χωριό + κατάλ. -άτης (πρβλ. αγώγι: αγωγιάτης)].