αδιπλασίαστος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀδιπλασίαστος, -ον) διπλασιάζω
αυτός που δεν έχει διπλασιαστεί.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
-η, -ο (Μ ἀδιπλασίαστος, -ον) διπλασιάζω
αυτός που δεν έχει διπλασιαστεί.