αιγιαλοφύλαξ
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
αἰγιαλοφύλαξ (-ακος), ο (Α)
φύλακας της παραλίας, ο ακταιωρός.
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
αἰγιαλοφύλαξ (-ακος), ο (Α)
φύλακας της παραλίας, ο ακταιωρός.