αγέστρατος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀγέστρατος ο, η (Α)
αυτός που οδηγεί τον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ-λαος, ἐλκε-χίτων, ἐχέ-φρων. Το ε του α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’ συνθετ. σχηματίζονται επίσης σύνθετα, όπως στρατ- αγός, στρατ-ηγός κ.λπ.].