αθεμελίωτος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ἀθεμέλιωτος, -η, -ο (Α ἀθεμελίωτος, -ον) θεμελιώνω
ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος
2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους.