Άγγλος
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
και Εγγλέζος, ο (θηλ. Αγγλίδα και Εγγλέζα)
ο κάτοικος της Αγγλίας ή αυτός που κατάγεται από την Αγγλία, και γενικότερα ο κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου.