οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
ο (θηλ. Εγγλέζα, η)
1. Άγγλος
2. ο σταθερός στον λόγο του ή ακριβής στην ώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < όψιμο μσν. Αγκλέζος < ιταλ. Ingleso].