στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το1. έγγραφο που ακυρώνεται από αρμόδια αρχή2. έγγραφο με το οποίο ακυρώνεται προηγούμενη πράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + χαρτί].