ἀλληλοτυπία
English (LSJ)
ἡ,
A mutual impact, of atoms, Placit.1.12.6 : pl., Ph.2.489.
German (Pape)
[Seite 103] ἡ, das Aneinanderschlagen, Democrit. bei Stob. ecl. I p. 348.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλοτῠπία: ἡ, τὸ ἀμοιβαίως πλήττεσθαι ἢ τραυματίζεσθαι, Δημόκριτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 348.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
choque mutuo, colisiónde los átomos, en las teorías de Demócrito y Epicuro (πολλοὶ κόσμοι) ὧν τὴν μὲν γένεσιν ἀλληλοτυπίαις καὶ ἐπιπλοκαῖς ἀνατιθέασι Ph.2.489, cf. Placit.1.12.6.
Greek Monolingual
ἀλληλοτυπία, η (Α)
αμοιβαίο κτύπημα, αμοιβαία πρόσκρουση ή συμπίεση (πρόκειται για τα άτομα του Δημοκρίτου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλότυπος < ἀλληλο- + τύπος < τύπτω.