προβλέπομαι

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source

Russian (Dvoretsky)

προβλέπομαι: предусматривать, обеспечивать (κρεῖττόν τι περί - v. l. ὑπέρ - τινος NT).