ἔντρομος

English (LSJ)

ἔντρομον, trembling, Plu.Fab.3, AP5.203 (Mel.); γῆ LXX Ps. 17(18).8, Act.Ap.7.32, Sor.1.89, PMag.Par.1.3076.

Spanish (DGE)

-ον
I 1tembloroso, que sufre convulsiones o temblores mas o menos violentos χείρ AP 6.165 (Phal.), καὶ ἔ. ἐγενήθη ἡ γῆ prob ref. al seísmo, LXX Ps.17.8, ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένου Plu.Fab.3, ποτὲ δὲ καὶ ἔντρομα ... καὶ σπασμώδη τὰ τρεφόμενα γίνονται βρέφη Sor.2.8.78, frec. por efecto del miedo διώλλυντο ἔντρομοι LXX Sap.17.9, ἔ. δὲ γενόμενος Μωϋσῆς Act.Ap.7.32, φοβηθεῖσα καὶ ἔ. γενομένη Hsch.H.Hom.20.29.3, cf. Ath.Al.V.Anton.82.4, Callinic.Mon.V.Hyp.10.5.
2 tembloroso, trémulo ἔ. ἤδη δεξιτερὴν ... αἰσθόμενος por la avanzada edad AP 6.5 (Philippus), φωνή Polem.Phgn.63 (p.416).
3 que hace temblar, que produce temblor γόνασιν δ' ἔ. ἐστι σάλος AP 5.204 (Mel.).
II adv. ἐντρόμως = temblorosamente, con temor εἰ δοῦλος εἶ, ἐ. τῷ Δεσπότῃ ὑποτάγηθι Meth.Palm.M.18.393B, cf. Thdt.Anc.Hom.SMV et Sym.M.77.1401A.

German (Pape)

[Seite 858] zitternd, im Schrech, N.T., Plut. Fab. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout tremblant.
Étymologie: ἐν, τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἔντρομος: дрожащий, трепещущий Plut., Anth., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρομος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρομαγμένος, Πλουτ. Φάβ. 3, Ἀνθ. Π. 5. 204, Καιν. Διαθ.

English (Strong)

from ἐν and τρόμος; terrified: X quake, X trembled.

English (Thayer)

ἐντρομον (τρόμος, cf. ἔμφοβος), trembling, terrified: ἔντρομος ... γενόμενος, becoming tremulous, made to tremble; Tr marginal reading WH marginal reading ἔκτρομος, which see). (the Sept.; Plutarch, Fab. 3.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντρομος, -ον)
ο κατεχόμενος από τρόμο, τρομαγμένος, περίφοβος
αρχ.
αυτός που σείεται, τραντάζεται ή έχει τρομώδη κίνηση.
επίρρ...
ἐντρόμως
με τρόμο, τρομαγμένα.

Greek Monotonic

ἔντρομος: -ον (τρέμω), τρομαγμένος, φοβισμένος, σε Πλούτ., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἔν-τρομος, ον adj τρέμω
trembling, Plut., NTest.

Chinese

原文音譯:œntromoj 恩-特羅摩士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在內-戰慄
字義溯源:戰兢的,驚恐,恐懼;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τρόμος)=震顫)組成;其中 (τρόμος)出自(τρέμω)=戰慄,懼怕),而 (τρέμω)又出自(τρέχω)X*=恐懼,戰兢)
出現次數:總共(3);徒(2);來(1)
譯字彙編
1) 戰兢(3) 徒7:32; 徒16:29; 來12:21