ἔκτρομος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἔκτρομον, trembling, v.l. for ἔντρ., Ep.Hebr.12.21; τὸν ποιοῦντα ἔ. τὴν γῆν ἅπασαν Tab.Defix.Aud.271.26 (Hadrumetum, iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
que tiembla ὁρκίζω σε ... τὸν ποιοῦντα ἔκτρομον τὴν [γ] ῆν ἅπασ<αν> TDA 271.26 (Hadrumeto III d.C.), cf. PMag.4.3076.
Greek Monolingual
ἔκτρομος, -ον (Α)
αυτός που τρέμει, περίτρομος, τρομαγμένος, φοβισμένος.
Chinese
原文音譯:œntromoj 恩-特羅摩士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在內-戰慄
字義溯源:戰兢的,驚恐,恐懼;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τρόμος)=震顫)組成;其中 (τρόμος)出自(τρέμω)=戰慄,懼怕),而 (τρέμω)又出自(τρέχω)X*=恐懼,戰兢)
出現次數:總共(3);徒(2);來(1)
譯字彙編:
1) 戰兢(3) 徒7:32; 徒16:29; 來12:21