Δημήτρια
From LSJ
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
Spanish
Demetrias, fiestas en honor de Deméter
Russian (Dvoretsky)
Δημήτρια: τά деметрии (афинские празднества, переименованные из τὰ Διονύσια в честь Деметрия Полиоркета) Plut.
Greek Monolingual
τα (Α Δημήτρια) Δημήτριος
νεοελλ.
κύκλος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη
αρχ.
1. εορτή προς τιμήν της Δήμητρας στην Αθήνα
2. η εορτή τών Ελευσίνιων
3. εορτή προς τιμήν του Δημητρίου του Πολιορκητή.