Θείβαθεν
English (LSJ)
Adv., Boeot. for Θήβηθεν, from Thebes, Ar.Ach.862:—Θείβᾱθι, at Thebes, ib.868 codd. (Θείβᾱθε from Thebes, Elmsl.).
French (Bailly abrégé)
adv.
béot. c. Θήβηθεν.
Russian (Dvoretsky)
Θείβᾱθεν: беот. Arph. = Θήβηθεν.
Greek (Liddell-Scott)
Θείβᾱθεν: Ἐπίρρ., Βοιωτ. ἀντὶ Θήβηθεν, ἐκ Θηβῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 862· οὕτω, Θείβᾱθι, ἐν Θήβαις, αὐτόθι 868.
Greek Monotonic
Θείβᾱθεν: επίρρ., Βοιωτ. αντί Θήβηθεν, από τη Θήβα, σε Αριστοφ.· ομοίως, Θείβᾱθι, στη Θήβα, στον ίδ.