Μίκυθος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)
(υποκ. του μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].