Μίκυθος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)
(υποκ. του μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].