ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ο, θηλ. Μουγόλαο κάτοικος της Μογγολίας ή ο μογγολικής καταγωγής.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγλ. Μongol].