Μογγόλος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μουγόλα
ο κάτοικος της Μογγολίας ή ο μογγολικής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγλ. Μongol].