Ορθαγόρας

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

Ὀρθαγόρας, ὁ (Α)
πλαστό κύριο όν. με το οποίο γίνεται υπαινιγμός με αισχρή σημασία σε κάποιο άγνωστο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ὀρθός + -αγόρας (< ἀγορά), πρβλ. Πυλ-αγόρας. Το ανθρωπωνύμιο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως υπαινικτικό της λ. ὄλισβος «δερμάτινο ομοίωμα πέους»].