Περσέφασσα
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
v. Περσεφόνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. Περσεφόνη.
Russian (Dvoretsky)
Περσέφασσα: атт. Aesch., Eur. Περσέφαττα, тж. Soph., Eur. Φερσέφασσα, Arph. Φερσέφαττα и Plat. Φερρέφαττα ἡ = Περσεφόνη.