Σισυφίς

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Russian (Dvoretsky)

Σῑσῠφίς: ίδος (ῐδ) adj. f сизифова: Σ. ἀκτή Theocr. или αἶα Anth. = Κόρινθος I.