άγλις

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

ἄγλις (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)
1. σκελίδα σκόρδου
2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες
το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια σημασία].