άγλις

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

ἄγλις (-ιθος και -ιδος) και ἀγλίς (-ῖθος), η (AM)
1. σκελίδα σκόρδου
2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες
το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που το αποτελούν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια σημασία].