άγραμμος
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄγραμμος, -ον) γραμμή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος
μσν.
(για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής.