άκρων

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

ἄκρων (-ωνος), ο (Α)
το ακρωνάριον ή ακροκώλιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωνία
μσν.
ἀκρωνάρια.