άφλεκτος

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφλεκτος, -ον)
αυτός που δεν φλέγεται
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί
αρχ.
ο αμαγείρευτος.