άωτος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

{{grml |mltxt=ἄωτος, -ον (Α) [[ους, ωτός
1. ο χωρίς αφτιά
2. (για αγγεία) ο χωρίς χερούλια ή λαβές. }}