έμπλαστρο

Greek Monolingual

και μπλάστρι, το (AM ἔμπλαστρον, το
Α και ἔμπλαστρος, η)
φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο τοποθετείται ή επικολλάται στο δέρμα για να προκληθεί φαρμακευτική ενέργεια.