έξαυλος

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

ἔξαυλος, -ον (Α) αυλός
(για επιστόμιο αυλού)
υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος.