ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ἔξαυλος, -ον (Α) αυλός(για επιστόμιο αυλού)υπερβολικά χρησιμοποιημένος, εφθαρμένος.