έπιλλος

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

ἔπιλλος, -ον (Μ)
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].