αγελαδοκόμος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
ο
αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι).
ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός].