αγκωναρένιος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

-α, -ο αγκωνάρι
ο κατασκευασμένος με αγκωνάρια, πέτρινος, λιθόκτιστος.