αγλαόθυμος

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

ἀγλαόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευγενική ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + θυμός.