ἀγλαόθυμος
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
English (LSJ)
ἀγλαόθυμον, noble-hearted, AP15.40.25 (Cometas).
Spanish (DGE)
(ἀγλαόθῡμος) -ον
magnánimo, de noble espíritu, AP 15.40.25 (Cometas).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au noble cœur.
Étymologie: ἀγλαός, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόθῡμος: с благородным духом, благородный (φίλοι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόθῡμος: -ον, ὁ εὐγενῆ ἔχων ψυχήν, Ἀνθ. Π. 15, 40. 25.
Greek Monotonic
ἀγλαόθῡμος: -ον, αυτός που έχει ευγενική ψυχή, σε Ανθ.
Middle Liddell
noble-hearted, Anth.