αγρόπολη

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

η (Μ ἀγρόπολις)
νεοελλ.
κοινωνικοοικονομικά σχεδιασμένες αγροτικές πόλεις
μσν.
πόλη στους αγρούς, κωμόπολη.