αδαμαντοφόρος

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
(για τόπους) αυτός στον οποίο υπάρχουν διαμάντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + -φόρος < φέρω.