αδελφοξαδέλφια

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα
1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων
2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι
3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές.