αδελφοξαδέλφια
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα
1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων
2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι
3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές.