Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδιάσκοπος

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ἀδιάσκοπος, -ον (Μ) διασκοπῶ
αυτός που δεν εξετάστηκε προσεκτικά, ασαφής.