αδιατάρακτος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο διαταράσσω
αυτός που δεν διαταράχτηκε ή δεν μπορεί να διαταραχτεί, ατάραχος, ήρεμος, γαλήνιος.