αδιαχώριστος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀδιαχώριστος, -ον) διαχωρίζω
αυτός που δεν διαχωρίστηκε ή δεν μπορεί να διαχωριστεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-η, -ο (Μ ἀδιαχώριστος, -ον) διαχωρίζω
αυτός που δεν διαχωρίστηκε ή δεν μπορεί να διαχωριστεί, αδιανέμητος, αδιαίρετος.