αδραξιά

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

και δραξιά, η αδράχνω
1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα
2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά.