αεξίφυλλος

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271

Greek Monolingual

ἀεξίφυλλος, -ον (Α)
αυτός που αυξάνει τα φύλλα, που έχει πλούσιο φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεξι- + φύλλον.