Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αεροδιαχωριστής
Greek Monolingual
ο (Μηχανολ.) διάταξη στην οποία ένα ρεύμα αέρα χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό δύο υλικών διαφορετικής πυκνότητας ή σωματιδίων του ίδιου υλικού, διαφορετικού όμως μεγέθους.