Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
η (Α ἀθανασία) ἀθάνατος
το να είναι κανείς αθάνατος, να ζει αιώνια, αιωνιότητα, αιώνια ύπαρξη
νεοελλ.
μεταθανάτια δόξα
αρχ.
η αμβροσία.