ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
η (Α ἀθανασία) ἀθάνατοςτο να είναι κανείς αθάνατος, να ζει αιώνια, αιωνιότητα, αιώνια ύπαρξηνεοελλ.μεταθανάτια δόξααρχ.η αμβροσία.