αθλοφόρος
Greek Monolingual
-ο (Α ἀθλοφόρος, -ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, -ον)
1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές του κακού και τών εχθρών του χριστιανισμού)
2. αυτός που δίνει βραβεία (αγώνες αθλοφόροι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἆθλον + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αθλοφορώ, μσν. ἀθλοφορικός.