αιγοειδής

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που μοιάζει με αίγα, που έχει τη μορφή κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίγα + -ειδής < είδος].