αιμοδόχος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
-ο (Α αἱμοδόχος, -ον)
ο αιματοδόχος.
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
-ο (Α αἱμοδόχος, -ον)
ο αιματοδόχος.