αιμομίκτης

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

και αιμομείκτης, ο (Μ αἱμομίκτης) (Ν θηλ. -ίκτρια και -χτρα)
αυτός που συνουσιάζεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -μικτης < μειγνύω].