αιμυλόφρων

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

αἱμυλόφρων (-ονος), ο (Α)
αυτός που σκέπτεται πονηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμύλος + -φρων < φρήν].