αινόγαμος

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source

Greek Monolingual

αἰνόγαμος, ο (Α)
αυτός που έκαμε ολέθριο, φρικτό γάμο (έτσι χαρακτηρίζεται ο Πάρις).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰνὸς + γάμος.