ακερδής

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.